-
1 ἐπι-πόλαιος
ἐπι-πόλαιος, obenauf befindlich, auf der Oberfläche, τραῦμα, ἕλκη, Medic.; ὀφϑαλμοί, hervorstehende, Xen. Conv. 5, 5. Gew. übertr., deutlich, sichtbar, ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα καὶ ἃ μηδὲν δεῖ ζητῆσαι Arist. rhet. 3, 10; ἐπιπολαιότερον φαίνεται τοῦ ζητουμένου Eth. 1, 5, 4; ψεῦδος Polit. 3, 12; – oberflächlich, καὶ πᾶσι κοινή, παιδεία, Ggstz ἀπηκριβωμένη, Isocr. 15, 190; τὰς ἐπιπολαίας ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν, die gewöhnlichen, gemeinen, Dem. 61, 56; Sp.; ὕπνος, leiser Schlaf, Luc. Gall. 25; τραῦμα, leichte Wunde, nav. 37. – Adv. ἐπιπολαίως, z. B. τιτρώσκειν, auf der Oberfläche, leicht, Ios.; Arist. oft, auch übtr.
-
2 διασύστασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασύστασις
-
3 ἐπι[πόλ]αιος
ἐπι[πόλ]-αιος, ον,A on the surface, superficial, Hp.Art.69 ([comp] Comp.);ῥίζα Dsc.4.184
, cf.Thphr. HP3.6.4 ([comp] Sup.), al.;λεπτὸν καὶ ἐ. δέρμα Arist.Pr. 890a13
;τραῦμα Luc.Nav.37
.3. metaph., superficial, shallow, commonplace,παιδεία Isoc.15.190
;ἐ. ἡδοναὶ καὶ διατριβαί D.61.56
; ἐ.πιθανότης Dsc.Ther.Praef.
; - ότατος πυρετός slight fever, Diocl.Fr. 107; ἐ. ὕπνος light sleep, Luc.Gall.25;ἔρως Id.DMeretr.8.2
; ἐπιστήμης .. φύσις (compared to a well)οὐκ ἐ. ἀλλὰ πάνυ βαθεῖα Ph.1.621
.b. on the surface, manifest: hence, obvious, ἐ. λέγομεν τὰπαντὶ δῆλα Arist.Rh. 1410b22
, cf. 1412b25; ; ἡ -οτάτη.. ζήτησις the most obvious method of inquiry, Id.Pol. 1276a19; ἐπιπόλαιον τὸ ψεῦδος ib. 1282b30.II. Adv. - ως on the surface,τιτρώσκειν J.BJ3.7.22
.2. slightly, Hp. Aph.2.28; superficially, Arist.Metaph. 987a22: [comp] Comp. - οτέρως ib. 993b13.IV. ἐπιπόλαια χρήματα, = ἔπιπλα, Leg.Gort.5.41, cf. GDI5016.15 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πόλ]αιος
См. также в других словарях:
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… … Dictionary of Greek
λύση — η 1. η αποδέσμευση, η διάλυση: Η λύση της συμφωνίας. 2. η εύρεση του ζητούμενου σ ένα πρόβλημα: Δεν μπορώ να βρω λύση στο πρόβλημά μου. 3. διευθέτηση: Η υπόθεση έληξε με δικαστική λύση. 4. (λογοτ.), ο έντεχνος τρόπος με τον οποίο τελειώνει ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευρετήριο — το 1. κατάλογος ονομάτων ή αντικειμένων συνταγμένος κατά αλφαβητική σειρά, στον οποίο αναγράφεται η θέση που βρίσκεται καθένα από αυτά, με σκοπό την ταχύτερη ανεύρεση τού εκάστοτε ζητουμένου 2. ως επίθ. «ευρετήριο σημείο» το σημείο στο οποίο… … Dictionary of Greek